μπαμπέσης

μπαμπέσης
ο, θηλ. -α και -ω, ουδ. -ικο
1. άνθρωπος δόλιος και ύπουλος
2. άνθρωπος αναξιόπιστος, άπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. pabese].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπαμπέσης — ο θηλ. α (λ. αλβαν.), άνθρωπος ύπουλος, αναξιόπιστος: Μου έφαγε ένα σωρό λεφτά ο μπαμπέσης! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαμπεσιά — [μπαμπέσης] 1. η ιδιότητα τού μπαμπέση, δολιότητα, υπουλότητα 2. πράξη η οποία γίνεται με ύπουλο και δόλιο τρόπο («τόν χτύπησε με μπαμπεσιά») …   Dictionary of Greek

  • μπαμπέσικος — η και ια, ο [μπαμπέσης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε μπαμπέση, δόλιος, πανούργος, ύπουλος. επίρρ... μπαμπέσικα 1. με μπαμπέσικο τρόπο ύπουλα, δόλια («μού φέρθηκε μπαμπέσικα») 2. με κακή πρόθεση («μπαμπέσικα με κοίμησες στην αγκαλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”